Η Θέση του Λ. Καυταντζόγλου στην Ελληνική Αρχιτεκτονική

Αν και στην εποχή του διακρίθηκε ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον σύγχρονό του αρχιτέκτονα, αν και στον επικήδειο που εκφώνησε για αυτόν ο Νικηφόρος Kaλoγεράς, προέβλεψε πως τα έργα του "είναι προορισμένα να κaταστώσιν εν τέω μέλλοντι μελέτης πολλής και θεωρίας υπόθεσις", η συμβολή του Καυταντζόγλου λησμονήθηκε γρήγορα για να αρχίσει να αναφαίνεται αρκετά καθυστερημένα. Φωτογραφίες έργων του εκτέθηκαν, από όσο γνωρίζουμε, στην Έκθεση Αρχιτεκτονικής που έγινε στην Αθήνα (1951), στην έκθεση Ελλήνων Τεχνικών Επιστημόνων Περιόδου Απελευθερώσεως στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (1973) ενώ σχέδιά του παρουσιάστηκαν στην έκθεση" Αθήνα Ευρωπαϊκή Υπόθεση" στο Ζάππειο (1985). Παράλληλα είχαν περιληφθεί σχέδιά του στο βιβλίο Αι Αθήναι του Κ. Μπίρη (1966), στο βιβλίο Νεοκλασική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα της Εμπορικής Τραπέζης (1967), στην έκδοση του ΤΕΕ Πρώτοι Έλληνες Τεχνικοί Επιστήμονες (1976) και τέλος σε άρθρο του Fr. Loyer στη Γαλλία (1983). Η ως τώρα αξιολόγηση του έργου του στην Ελλάδα τελικά βασίστηκε αποκλειστικά στα όσα είχε γράψει για αυτόν ο Κ. Μπίρης, που φανερά έδινε το προβάδισμα στον Στ. Κλεάνθη. Αν λοιπόν σήμερα χρειάζεται να επανεκτιμηθεί ο Καυταντζόγλου, τότε θα πρέπει πρώτα να αξιολογηθεί η θέση του ανάμεσα στους ομότεχνούς του, που εργάστηκαν στην Ελλάδα στον 19ο αιώνα, και μετά να εξεταστεί η προσωπικότητά του, για την οποία εκφράστηκαν αντιρρήσεις στο παρελθόν. Ως προς τη συγκριτική θέση του, μια πρώτη κατηγορία θα ήταν οι ξένοι αρχιτέκτονες που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα όταν επιλέχτηκε ως πρωτεύουσα του κράτους. Οι αδελφοί Χρ. και Θ. Χάνσεν, σε λιγότερο βαθμό ο Fr. BouIanger, αργότερα ο Ε. ΖίΙler και άλλοι όχι τόσο εμφανείς αρχιτέκτονες επέβαλαν ένα συγκεκριμένο κλασσικιστικό ύφος στην πόλη. Συνεχιστής τους ήταν ουσιαστικά ο πληθωρικός Ε. ΖίΙler, που άφησε πίσω του τεράστιο αριθμό έργων. Από αυτούς, οι δύο Χάνσεν με έργα όπως η Κλασική Τριλογία ¬Πανεπιστήμιο (1839), Ακαδημία(1859), Βιβλιοθήκη (1884) – το Αστεροσκοπείο (1842) και το μέγαρο Δημητρίου (1842), και με την άριστη γνώση των αρχαίων προτύπων που μελέτησαν επιτόπου, καθόρισαν ένα σχεδόν αξεπέραστο επίπεδο τελειότητας στη σύνθεση και στην κατασκευή. Κρίνοντας επίσης μόνο από τα έργα του Ε. ΖίΙler που σχεδιάστηκαν ως το θάνατο του Καυταντζόγλου (Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, 1872 Ιλίου Μέλαθρον, 1879) μπορεί πάλι να εκτιμηθεί η συνθετική του ευχέρεια σε συνδυασμό με τον διακοσμητικό πλούτο των επιφανειών που χρησιμοποιεί. Σε σύγκριση με αυτούς, ο Καυταντζόγλου παρουσιάζεται πιο αυστηρός κλασικιστής, πιο άτεγκτος στις συνθετικές προδιαγραφές του αλλά κατά κάποιο περίεργο τρόπο, ταυτόχρονα με έναν ιδιότυπο λυρισμό στις σχεδιαστικές του προτάσεις.

Μια δεύτερη ομάδα θα ήταν οι Έλληνες αρχιτέκτονες που σπανιότατα σπουδάζουν έξω, όπως ο Στ. Κλεάνθης, ή εκπαιδεύονται επιτόπου, όπως ο Π. Κάλκος και ο Δ. Ζέζος. Αν κανείς εξαιρέσει τον Στ. Κλεάνθη, του οποίου τα έργα είναι ακόμα δύσκολο να ταυτιστούν με απόλυτη βεβαιότητα, οι υπόλοιποι παρουσιάζουν υψηλής ποιότητας έργα χωρίς όμως ιδιαίτερη πνοή. Το Βαρβάκειο (1856), το Βρεφοκομείο (1860), το Αρχαιολογικό Μουσείο (1866) και το Δημαρχείο Αθηνών (1872) του Π. Κάλκου, η Χρυσοσπηλιώτισσα (1846), η Ζωοδόχος Πηγή (1846) και το Αμαλιείο (1856) του Δ. Ζέζου δείχνουν τα όρια των ικανοτήτων τους. Χωριστή κατηγορία, αλλά μάλλον η πολυπληθέστερη, είναι οι στρατιωτικοί μηχανικοί που εκπονούν αρχιτεκτονικές μελέτες. Τα έργα τους όμως, όπως του Αν. Θεοφιλά, είναι σαφώς κατώτερα των υπολοίπων.

Ας σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι αν και ο Καυταντζόγλου επιτέθηκε πολλές φορές ανοιχτά ενάντια στην τελευταία κατηγορία αρχιτεκτόνων (1858, 1879), τονίζοντας πως η ειδίκευσή τους ήταν ριζικά διαφορετική από εκείνη του αρχιτέκτονα, η αλήθεια ήταν πως για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα – ως το 1917 - δεν υπήρχαν σπουδές αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα και το κενό πάντα θα καλύπτεται από στρατιωτικούς και λίγο αργότερα, από πολιτικούς μηχανικούς. Με άλλα λόγια, το μεγαλύτερο μέρος της επώνυμης αρχιτεκτονικής του 190υ αιώνα σχεδιάστηκε από τους λιγότερο ικανούς να αναλάβουν ένα τέτοιο έργο. Ανάμεσά τους ο Kαuταντζόγλου τελικά δείχνει αναμφισβήτητα ανώτερός τους από κάθε άποψη.

Τελειώνοντας θα πρέπει να γίνει μια αναφορά στη ιδιότυπη συμπεριφορά του Kαuταντζόγλου, ο οποίος όπως σημειώθηκε παραπάνω δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να προβληθεί δημόσια. Από σπουδαστής ακόμα ακολουθούσε αυτή την τακτική, φροντίζοντας να κοινοποιεί τις διακρίσεις που του είχαν γίνει. Έτσι για παράδειγμα δημοσιεύει με πολλές κολακευτικές λεπτομέρειες την είδηση της βράβευσής του από την Ακαδημία του Μιλάνου το 1834 στην εφημερίδα Αθηνά. Επίσης στην αναγγελία της . έκθεσης έργων του στο Θησείο το 1838 παρεμβάλλει άλλη μια φιλοφρόνηση για τον εαυτό του: "Το σχέδιον τούτο υπέρ του οποίου ελάλησαν τοσαύτα αι εφημερίδες της Ευρώπης με δόξαν του Ελληνικού ονόματος..." Αν μάλιστα πιστέψουμε τον Αν. Θεοφιλά, κάποτε πλήρωσε μια παρισινή εφημερίδα για να δημοσιεύσει άρθρο σχετικά με κάποιο σπίτι που είχε σχεδίασε. Όταν πάλι αργότερα, πάλι εφαρμόζοντας μια πολιτική ατομικής προβολής, επιζήτησε την αναγνώρισή του από διάφορες Ακαδημίες και ιδρύματα του εξωτερικού, αμέσως έσπευδε να δημοσιεύσει την είδηση σε αθηναϊκές εφημερίδες, κάποτε μάλιστα υποβάλλοντας τα σχετικά στοιχεία απευθείας στα Ανάκτορα.

Σε κάθε ευκαιρία επίσης φρόντιζε να αναφερθεί στις υψηλές γνωριμίες που διέθετε, επιδεικνύοντας παράλληλα τις θεωρητικές γνώσεις του με πλήθος αναφορές σε αρχαίους και νεότερους συγγραφείς. Στο τελευταίο ήταν ασυναγώνιστος, για αυτό άλλωστε ο Κ. Φρεαρίτης, θέλοντας να τον ειρωνευτεί, τον ονομάζει "φιλόσοφον αρχιτέκτονα" (1865). Σε άλλο μάλιστα σημείο αυτού του καταλόγου δημοσιεύονται όλες οι βιβλιογραφικές αναφορές που χρησιμοποίησε ο Καυταντζόγλου σε κείμενά του, ώστε να μπορεί καλύτερα να εκτιμηθεί η έκταση των πηγών του.
Η τάση επίδειξης του Καυταντζόγλου θα πρέπει να συνδυαστεί με την κριτική του οξύτητα, καθώς συνήθιζε να παρεμβαίνει δημόσια κάθε φορά που πίστευε πως κάτι απειλούσε την αρχιτεκτονική ή την τέχνη γενικότερα. Στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες στον Καυταντζόγλου να εκφράσει έτσι την αντίδρασή του, κάποτε αφιερώνοντας με καυστικά ειρωνικό τρόπο το λίβελλό του σε εκείνους που θεωρούσε "βάνδαλους, ακρωτηριαστές, συλητές, ανακαινιστές" (1865). Θύματα της κριτικής του ήταν οι πάντες, από συναδέλφους του ως ξένοι που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επηρέαζαν τα πράγματα του τόπου. Οπότε ο Κ. Φρεαρίτης που αυθαιρέτησε στην κατασκευή του Πανεπιστημίου, ο Α. Ραγκαβής που τόλμησε να κάνει μια αντιπρόταση για το μνημείο του Γρηγορίου Ε', ο Beule που ισχυρίστηκε πως βρήκε την αρχική πύλη της Ακρόπολης (1852), ή ο Φρήμαν που υποστήριξε τη διατήρηση του φράγκικου πύργου στην Ακρόπολη δέχτηκαν τα ανελέητα πυρά του.

Η κριτική του βέβαια δεν περιοριζόταν στα στενά περιθώρια της τέχνης. Αντίθετα, όταν είχε την ευκαιρία, πετούσε κάποιο σχόλιο γενικότερου περιεχομένου για την ελληνική κοινωνία ή την πολιτική, στιγματίζοντας την υποκρισία και την αμάθεια γύρω του. Φυσικά ούτε για αυτό ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής - ας θυμίσουμε πάλι την αντίδραση του Κ. Φρεαρίτη στις "αειδέστατες ειρωνείες" του Καυταντζόγλου για ό,τι ακολούθησε την Εξωση του Οθωνα, μόλις τρία χρόνια πριν.

Παρόλο που ο ίδιος κάπου μοιάζει να διστάζει να παρέμβει, επειδή γνωρίζει τι έχει να εισπράξει, στην πράξη φαίνεται να αποζητά να παίξει έναν τέτοιο κοινωνικό ρόλο, ενώ δεν λείπουν οι περιπτώσεις όπου δείχνει να απολαμβάνει μια τέτοια επίθεση.

Είναι αμφίβολο πάντως αν ευσταθεί η απλουστευτική καταγγελία εναντίον του ότι φερόταν "άκρως αγυρτικώς, άνθρωπός τις γνωστός τοις πάσι δια τας υπούλους υπεκφυγάς του" όπως ισχυρίζεται ο Αν. Θεοφιλάς (1865) ή πάλι ότι ήταν ένας "αληθής πολύπους και χαμαιλέων" όπως γράφει ο Κ. Φρεαρίτης (1865). Ακόμα και οι χαρακτηρισμοί του Κ. Μπίρη, γραμμένοι μεταγενέστερα, ότι δηλαδή ο Καυταντζόγλου είχε "πολιτικές ικανότητες" και ότι χρησιμοποίησε ένα "θρασύ τέχνασμα" για να κερδίσει την ανάθεση του Αρσακείου με "μικρολογίες και φορτική φλυαρία" (1976), μοιάζουν αδικαιολόγητα αυστηροί σήμερα.

Βέβαια υπάρχουν αξιόπιστες μαρτυρίες που πιστοποιούν ότι δεν δίσταζε να χρησιμοποιήσει τεχνάσματα για να πετύχει τους στόχους του. Για παράδειγμα, η καταγγελία του ότι άγνωστοι μπήκαν κρυφά στο Θησείο και ξέσκισαν τα σχέδιά του το 1839 ήταν ένας μάλλον εύσχημος τρόπος να συγκινήσει το κοινό και να προβάλει τις ικανότητές του. Ανάλογα, η απόφασή του να αποκρύψει από τους επιτρόπους της Αγ. Ειρήνης ότι σχεδίαζε τη ριζική ανακατασκευή του ναού, ώστε να τους εξαναγκάσει να τον ακολουθήσουν, μαρτυρά αξιόλογη πνευματική ευστροφία αλλά όχι υποχρεωτικά έναν απατεώνα.

Δημήτρης Φιλιππίδης