Αρχιτεκτονική του 20ου αιώνα στην Ελλάδα

Ο φιλελληνισμός των Ευρωπαίων διανοουμένων και πολιτικών, καθώς και η αναβίωση των κλασικών ιδεωδών στις τέχνες συνολικά και στην αρχιτεκτονική ειδικότερα, έπαιξαν ενεργό ρόλο στη διαδικασία που οδήγησε το 1830 στην Ελληνική ανεξαρτησία. Από τον Λουδοβίκο Α' της Βαυαρίας, που αργότερα θα έβλεπε τον γιο του Όθωνα στον θρόνο του πρώτου νεότερου Ελληνικού Κράτους, ως τους ποιητές Φρήντριχ Χαίλντερλιν και Λόρδο Βύρωνα, τους αρχαιολόγους Τζαίημς Στιούαρτ και Νίκολας Ρέβετ, και τους αρχιτέκτονες Κάρλ Φρήντριχ Σίνκελ και Σερ Ρόμπερτ Σμέρκ, αναπτύχθηκε στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα ένα πολιτισμικό κίνημα που εγκαθίδρυσε τον μύθο του Νεοκλασικισμού, ο οποίος, ξεκινώντας από το ιδεώδες της ελληνικής δημοκρατίας, διείσδυσε βαθιά στις ίνες όλων των μειζόνων μορφών τέχνης. Η αρχιτεκτονική σε όλο τον δυτικό κόσμο εμπνεόταν πλέον από εκείνα τα ιδεώδη που συνόψισε ίσως καλύτερα ο Βίνκελμαν γράφοντας πως οι διαρκούς αξίας καλλιτεχνικές μορφές της Ελληνικής αρχαιότητας εξέφρασαν "eine edle Einfalt und eine stille Grösse" μια ευγενική απλότητα κι ένα ήρεμο μεγαλείο.

Δεν εκπλήσσει επομένως το γεγονός ότι στη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα ο Νεοκλασικισμός εισήχθη και στην Ελλάδα, τόσο από ξένους αρχιτέκτονες όπως ο Φρήηριχ φον Γκαίρτνερ, οι αδελφοί Χάνσεν και ο Φρανσουάν Μπουλανζέ, όσο και από Έλληνες αρχιτέκτονες που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό, όπως ο Σταμάτης Κλεάνθης και ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου. Ορισμένα από τα κτίριά τους στην Αθήνα ανήκουν στα σημαντικότερα δείγματα του ευρωπαϊκού Νεοκλασικισμού, έστω και αν σπάνια αναφέρονται από τους ιστορικούς της αρχιτεκτονικής. Ο Νεοκλασικισμός περιγράφεται έξοχα με αρχιτεκτονικούς όρους στην πραγματεία του Κάρλ Μπέτιχερ Η Τεκτονική των Ελλήνων, του 1852. Η νεοκλασική αρχιτεκτονική λογική αποβλέπει στη δημιουργία ενός χωρικού οργανισμού ο οποίος συνολικά και ως τα μικρότερα μέλη του διέπεται από μια τάξη ανάλογη προς εκείνη της φύσης, μια τάξη που αποτέλεσε τη βάση για τους διαρ¬κώς επανερχόμενους ρυθμιστικούς 'τόπους' οι οποίοι ενέπνευσαν τις κλασικές αναβιώσεις διαμέσου της αρχιτεκτονικής του 190υ και του 200υ αιώνα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά με ιδιαίτερες παραλλαγές σε αυτήν. Λόγω της διασύνδεσής της με την ελληνική αρχαιότητα, η νεοκλασική αρχιτεκτονική εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα ως εθνικός ρυθμός πού άρμοζε ιδιαίτερα σε όλα τα σημαντικά κτίρια (εκτός ίσως από τις εκκλησίες, για τις οποίες εξετάζονταν και τα βυζαντινά πρότυπα). Διαδόθηκε σε όλη τη χώρα και συγχωνεύτηκε επιτυχώς με τα τοπικά ιδιώματα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Αλλά και διάρκεσε περισσότερο απ' όσο στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κατά το τελευταίο μάλιστα τέταρτο του 19ου αιώνα γνώρισε μία ένδοξη αναβίωση χάρη στο γόνιμο τάλαντο του Έρνστ Τσίλλερ που είχε έρθει από τη Γερμανία ως βοηθός του Τέοφιλ Χάνσεν το 1861 και παρέμεινε στην Ελλάδα ως τον θάνατό του το 1923. Στο διακριτικό εκλεκτικισμό του οφείλουμε ένα μεγάλο αριθμό έξοχων κτιρίων, δημόσιων και ιδιωτικών. Τέλος, ο Νεοκλασικισμός διατηρήθηκε και στις πρώτες δεκαετίες του 200υ αιώνα ως μείζων συνιστώσα του αναπτυσσόμενου εκλεκτικισμού, ο οποίος ενίοτε έκλινε προς το νεομπαρόκ. Στο μεταξύ ένας ριζοσπαστικότερος εκλεκτικισμός είχε εκδηλωθεί στη Θεσσαλονίκη, μεγάλο κοσμοπολίτικο κέντρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως το 1913. Σε αυτή την πόλη είναι που έκαμε την εμφάνισή του και το Αρ Νουβώ, ενώ στην Αθήνα η επιρροή του ήταν μάλλον ισχνή.

Κατά τη δεκαετία του 1920, στην ελληνική πολιτισμική ζωή άρχισε να προβάλλεται το αίτημα της 'ελληνικότητα ς' ή της 'επιστροφής στις ρίζες'. Κύριος εκφραστής του στην αρχιτεκτονική υπήρξε ο Αριστοτέλης Ζάχος που εμπνεόταν από τη βυζαντινή και τη λαϊκή αρχιτεκτονική. Ήταν όμως ο Δημήτρης Πικιώνης που έδωσε πνοή σε αυτό το αίτημα με τις θέσεις του για την ενότητα και την ιδιαιτερότητα της όλης ελληνικής παράδοσης.
Το παραδοσιοκρατικό κίνημα, με την έμφαση που έδινε στην απλότητα, την ειλικρίνεια και τη γεωμετρική αρμονία, προετοίμασε ως ένα βαθμό τον δρόμο για την υποδοχή του Μοντέρνου Κινήματος, ενώ είχε ήδη εμφανιστεί κι ένας αναγωγικός κλασικισμός με στοιχεία Αρ Ντεκό. Εμπνεόμενος κυρίως από τον Λε Κορμπυζιέ και το Μπάουχαους, ο ελληνικός μοντερνισμός εκδηλώθηκε στην καθαρότερη μορφή του ήδη από το 1930, δηλαδή εξίσου νωρίς με τον ιταλικό και τον ισπανικό μοντερνισμό (μολονότι η Ελλάδα δεν είχε γνωρίσει την απελευθερωτική επενέργεια ενός κινήματος συγγενούς προς το ΑρΝουβώ).

Στην Ελλάδα, ο εμφύλιος πόλεμος πού ακολούθησε την απελευθέρωση από τη γερμανική κατοχή επέτεινε την ασυνέχεια πού είχε προκαλέσει ο Β' παγκόσμιος πόλεμος και, σε μεγάλο βαθμό, ακύρωσε τις προσπάθειες ανοικοδόμησης της χώρας. Επιπλέον, ενδυνάμωσε τις συντηρητικότερες ιδεολογίες. Ωστόσο, στη δεκαετία του 1950 μερικοί από τους επιζώντες πρωτοπόρους του προπολεμικού μοντερνισμού και οι νεότερες γενιές αρχιτεκτόνων κατόρθωσαν να παλινορθώσουν τον μοντερνισμό. Την ίδια περίοδο, η ιδιοσυγκρασιακή παραδοσιοκρατία του Πικιώνη βρήκε τις ποιητικότερες εκφράσεις της και ο τοποκεντρικός ρασιοναλισμός του Άρη Κωνσταντινίδη έφτασε σε λαμπρές πραγματώσεις. Έκτοτε, οι Έλληνες αρχιτέκτονες προσπάθησαν να παρακολουθήσουν τα κύρια ρεύματα της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής, αλλά ταυτόχρονα βρήκαν συχνά τον τρόπο να προσδώσουν στα έργα τους έναν πρόδηλα τοπικό χαρακτήρα.

Η νεότερη ελληνική αρχιτεκτονική δεν άσκησε ασφα¬λώς παρά ελάχιστη επιρροή διεθνώς. Ωστόσο, η επισκόπησή της δείχνει σαφώς ότι ενέχει στοιχεία ικανά να προκαλέσουν το ενδιαφέρον και των ξένων. Ο Πικιώνης και ο Κωνσταντινίδης, ο πρώτος με την αναβίωση λαμπρών παραδοσιακών ιδιωμάτων και ο δεύτερος με μια ορθολο¬γική αναγωγή του κλασικισμού, όχι μόνο επηρέασαν τους νεότερους ομοτέχνους τους στην Ελλάδα, αλλά βρήκαν απήχηση και στο εξωτερικό. Αξιοσημείωτα διαφορετικές θέσεις, όπως εκείνη που υιοθέτησε ο Τάκης Ζενέτος στη δεκαετία του 1960, γοητεύουν ακόμη τους ξένους παρατηρητές. Καθώς η μελέτη της αρχιτεκτονικής εστιάζεται όλο και περισσότερο στις διάφορες περιοχές του κόσμου, οι εισφορές που έχουν συλλεγεί στον τόμο τούτο θα αναγνωριστούν, ελπίζουμε, για την ιδιαίτερη αλλά και καθολική σημασία τους.

Η ελληνική αρχιτεκτονική του 20ου αιώνα δεν είναι, βέβαια, εντελώς άγνωστη στο ξένο ενδιαφερόμενο κοινό. Τα επιτεύγματα του ελληνικού ρασιοναλισμού της δεκαετίας του 1930 αναγνωρίστηκαν έγκαιρα από τον Alberto Sartoris και παρουσιάστηκαν στο L'Architecture d' aujourd'hui και σε άλλα αρχιτεκτονικά περιοδικά. Το έργο του Πικιώνη εκτιμήθηκε δεόντως από ξένους αρχιτέκτονες και κριτικούς, όπως οι Α. van Eyck, Α. και Ρ. Smithson, Κ. Frampton, Β. Podrecca και Α. Ferlenga, και έγινε διεθνώς γνωστό μέσω μεταθανάτιων ατομικών εκθέ¬σεων στην Architectura1 Association (Λονδίνο 1989), στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας (1991) στα Μουσεία Αρχιτεκτονικής του Ελσίνκι (1993-94) και του Όσλο(1994), καθώς και στο Ίδρυμα Querini Stampa1ia της Βενετίας (1999). Τα κτίρια και οι μελέτες του Κωνσταντινίδη εμφανίστηκαν σε πολλά ξένα περιοδικά και ο ίδιος είχε κληθεί να παρουσιάσει το έργο του σε διάφορες αρχιτεκτονικές σχολές της Ευρώπης. Το 1984 ο Η. Κωνσταντόπουλος επιμελήθηκε για τις Εκδόσεις 9Η του Λονδίνου μια μονογραφία για τον Νίκο Βαλσαμάκη και το1985 εκδόθηκε από τον Rizzo1i, με επιμέλεια του Κ. Frampton, μια μονογραφία αφιερωμένη στους Δημήτρη και Σουζάνα Αντωνακάκη. Ο Βαλσαμάκης, το ζεύγος Αντωνακάκη και ο Αλέξανδρος Τομπάζης παρουσίασαν το έργο τους στη Μπιενάλε της Βενετίας του 1991. Ο Κυριάκος Κρόκος, που αποβίωσε πρόωρα πέρυσι, αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στην Τρίτη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής στο Κέντρο Πομπιντού (1990) και στην Έκτη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας του 1996. Πολλοί άλλοι αρχιτέκτονες έχουν επίσης παρουσιάσει έργα τους σε ξένα περιοδικά και εκθέσεις. Το 1994 ένα βιβλίο με σύγχρονα ελληνικά σπίτια, επιμελημένο από τον Δ. Φιλιππίδη, εμφανίστηκε σε αγγλική και ισπανική έκδοση.

Παρά τη δημοσιότητα αυτή, η Ελλάδα και οι Έλληνες αρχιτέκτονες σπάνια αναφέρονται σε ιστορίες και εγκυ¬κλοπαίδειες της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Οι αναφορές του Frampton στον Πικιώνη, τον Κωνσταντινίδη και το ζεύγος Αντωνακάκη στη μελέτη του Μοντέρνα Αρχιτεκτονική. Μια κριτική ιστορία, αποτελεί μάλλον εξαίρεση. Το γεγονός αυτό οφείλεται πιθανώς στην απουσία συνθετικών εργασιών για την ελληνική αρχιτεκτονική δημοσιευ¬μένων στην αγγλική ή σε άλλη μείζονα ευρωπαϊκή γλώσ¬σα. Υπάρχουν μόνο πολύ συνοπτικές επισκοπήσεις όπως εκείνες των Αλ. Τζώνη και L. Lefaivre στο Post-war Architecture in Greece, 1945-1983 (επιμ. Ορ. Δουμάνη, 1984, διαθέσιμο και σε αναθ. ιταλική έκδοση, 1990), του Δ. Φιλιππίδη στο Internationalαl Handbook ΟΙ Contemporary Developments in Architecture (επιμ. W. Sanderson, 1981) και της Ε. Φεσσά-Εμμανουήλ στον κατάλογο Antonαkαkis- Tombazis- Valsamαkis για τη Μπιενάλε Βενετίας του 1991. Στόχος της έκθεσης που παρουσιάστηκε στο Γερμανικό Μουσείο Αρχιτεκτονικής της Φρανκφούρτης και του σχετικού καταλόγου - σε αγγλική έκδοση που προηγήθηκε της παρούσας ελληνικής - ήταν να συμπληρώσει κάπως αυτό το κενό προσφέροντας μια εκτενέστερη άποψη της ελληνικής αρχιτεκτονικής του 200ύ αιώνα.

Η έκθεση παρουσιάζει μια επιλογή 113 έργων που σχεδιάστηκαν από τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα ως τις μέρες μας. Τα έργα επιλέχθηκαν από το διοικητικό συμβούλιο του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής και τον διευθυντή του Γερμανικού Μουσείου Αρχιτεκτονικής με βασικά κριτήρια την αρχιτεκτονική ποιότητα και την ιστορική σημασία. Καταβλήθηκε προσπάθεια η επιλογή να αντιπροσωπεύει όλες τις κύριες τάσεις και να ανακλά κατά το δυνατόν τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Μόνο πραγματοποιημένα έργα έχουν περιληφθεί, αν και κάποια από αυτά έχουν σήμερα κατεδαφιστεί ή αλλοιωθεί. Κατά κανόνα κάθε αρχιτέκτονας αντιπροσωπεύεται από ένα ή δύο κτίρια. Μόνο σε οκτώ περιπτώσεις το όριο αυξήθηκε στα τρία και, ειδικά για τον Πικιώνη, στα τέσσερα. Είναι προφανές πως η επιλογή δεν μπορούσε να επεκταθεί τόσο ώστε να περιλάβει όλα τα σημαντικά κτίρια πού χτίστηκαν στη διάρκεια του αιώνα. Ορισμένα από τα παραλειπόμενα παρουσιάζονται σε φωτογραφίες που συνοδεύουν τα κείμενα του καταλόγου. Λυπούμαστε που και πάλι πολλοί άξιοι αρχιτέκτονες δεν αντιπροσωπεύονται.

Ο κατάλογος εικονογραφεί και αναλύει συνοπτικά όλα τα κτίρια που παρουσιάστηκαν στην έκθεση. Προτάσσονται τέσσερα ιστορικά και επτά θεματικά δοκίμια, γραμμένα από Έλληνες ιστορικούς και κριτικούς της αρχιτεκτονικής. Ελπίζουμε ότι προσφέρουν μια έγκυρη άποψη για την ιστορική εξέλιξη της ελληνικής αρχιτεκτονικής στον λήγοντα αιώνα μας, καθώς και για ορισμένα συναφή ζητήματα. Στο προσάρτημα περιλαμβάνονται βιβλιογραφία και βιογραφικά σημειώματα των αρχιτεκτόνων.

ΣΑΒΒΑΣ ΚΟΝΤΑΡΑΤΟΣ
WILFRIED WANG