ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ | ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟ E.I.A.

Stephan Braunfels Architekten

  • Pinakothek der Moderne, Munich

  • Paul-Löbe Haus, Berlin

  • Marie-Elisabeth-Lüders Haus, Berlin

  • Federal Archives, Berlin

  • Parque Santa Lucia, Mexico

16.03.201120.00Μουσείο Μπενάκη - Κτίριο οδού Πειραιώς

Η γερμανική αρχιτεκτονική μετά το 1989 κινήθηκε στο πνεύμα της δημιουργίας μιας ενιαίας εικόνας του νέου κράτους, βασισμένης στις αρχές της συναίνεσης και των δημοκρατικών αρχών, κυρίως όμως στην ιδέα της διαφάνειας, κυριολεκτικά και μεταφορικά (ιδεατή αναπαράσταση αυτής της επεξεργασίας αποτελεί η περιπέτεια της ανοικοδόμησης του Βερολίνου, και σύνοψη η νέα «οροφή» του ιστορικού κτιρίου της Καγκελαρίας, έργο του Λόρδου Foster, καθώς και η συζήτηση που ακολούθησε την υλοποίησή της). Η ιδέα της διαφάνειας, της ελαφρότητας και της ασυμμετρίας αποτέλεσε κυρίαρχη αντίληψη στη μεταπολεμική Δυτική Γερμανία, ως αντίδοτο στο άχθος της καθεστωτικής ρητορικής και του ιδεολογικού φορτίου που χάραξε την πορεία της χώρας από τη δεκαετία του 1930 ως και τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Η ιδέα αυτή ενός «διαφανούς» και δημοκρατικού μοντέρνου, τεχνολογικά προωθημένου και κοινωνικά αιτιολογημένου (π.χ. Egon Eiermann), φαινόταν άλλωστε ο μόνος δρόμος για την απενοχοποίηση και της αρχιτεκτονικής (ως κατεξοχήν συλλογικής τέχνης) και τη δημιουργία μιας νέας αντιπροσωπευτικής ταυτότητας, διαφοροποιημένης άλλωστε από τα επικά συμφραζόμενα μιας άλλης ρητορικής, εκείνης του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, που καθιερωνόταν στην αδελφή χώρα, μέλος τότε του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Η σύγχρονη αρχιτεκτονική των τελευταίων χρόνων, κατά συνέπεια, μετά την πτώση του Τείχους, υιοθέτησε μια τεχνολογικά άψογη αντιρητορική γλώσσα με βαθιά αίσθηση της κοινωνικής ευθύνης, οδηγήθηκε δηλαδή σε ό,τι αποκλήθηκε πριν λίγα χρόνια «στοχαστικός μοντερνισμός» . Τούτο υπήρξε αποτέλεσμα όχι μόνο της «επεξεργασίας του πένθους» μιας βαριάς ιστορικής κληρονομιάς, που είχε ως αποτέλεσμα και τη μακρόχρονη διαίρεση της χώρας, αλλά και της βαθύτατης αίσθησης της σημασίας της προηγούμενης σχεδιαστικής περιόδου, του «ηρωϊκού μοντερνισμού» του Μπάουχαους και της αρχιτεκτονικής της δεκαετίας του 1920 μέσα στη σοσιαλιστική Δημοκρατία της Βαϊμάρης: μιας αρχιτεκτονικής του ορθού λόγου, της κοινωνικής σκοπιμότητας και της «καλής φόρμας», πράγμα που είναι αντίθετο σε οποιαδήποτε φορμαλιστική ελευθεριότητα ή παραχώρηση.
Τούτο ακριβώς δίνει στη σύγχρονη γερμανική αρχιτεκτονική έναν εργαλειακό χαρακτήρα αλλά όχι μια γοητεία εικονογραφικά καταναλώσιμη και επικοινωνιακά ελκυστική. Παρά την υψηλή ποιότητα του έργου των γερμανών αρχιτεκτόνων στη χώρα τους αλλά και στο εξωτερικό (συμπεριλαμβανομένου και του αστικού σχεδιασμού), και παρά την εξαιρετική συμβολή τους σε ειδικά ζητήματα που βρίσκονται σήμερα στο κέντρο του διεθνούς προβληματισμού, όπως για παράδειγμα η βιοκλιματική διάσταση, είναι λίγοι οι γερμανοί αρχιτέκτονες γνωστοί έξω από τα σύνορα και ακόμη λιγότεροι εκείνοι που εντάσσονται σε ένα διεθνές κύκλωμα των επιλεγόμενων «διεθνών αστέρων»: στην πραγματικότητα, μάλλον δεν υπάρχει κανείς. Ένα είδος ηθικής αναστολής ή αυτολογοκρισίας δείχνει να εμποδίζει τη συμμετοχή των γερμανών αρχιτεκτόνων σε ένα παιχνίδι ανέξοδης γλωσσικής επεξεργασίας και τη διατύπωση μιας αδιάλειπτα «πρωτότυπης» οπτικής γλώσσας που φαίνεται να είναι απολύτως απαραίτητη για την ένταξη των αρχιτεκτονικών προτάσεων σε μια διεθνή ανταλλαγή και αναγνώριση. Τούτο άλλωστε γίνεται ακόμη πιο σαφές από τον τρόπο με τον οποίο η γερμανική αρχιτεκτονική συμμετείχε –ή κράτησε αποστάσεις– από τη μεταμοντέρνα σχεδιαστική και ιδεολογική απελευθέρωση της δεκαετίας του 1970 και 1980.
Στ’ αλήθεια, πρόκειται για μια συλλογική σχεδιαστική εμπειρία που ανταποκρίνεται με τον πιο συνεπή τρόπο και με τη μεγαλύτερη συνείδηση της κοινωνικής της αποστολής, στην κατεξοχήν πολιτική παράδοση του Neues Bauen που αποτελεί παγκόσμια αρχιτεκτονική παράδοση εδώ και έναν αιώνα. Με συνείδηση αυτής της παράδοσης και αυτής της συνέχειας του μοντέρνου εργάζεται και ο Stephan Braunfels, ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς εκφραστές της σύγχρονης γερμανικής αρχιτεκτονικής.

O Stephan Braunfels κατάγεται από ιστορική οικογένεια μουσικών και διανοουμένων. Σε αυτήν ανήκουν ο διάσημος γερμανός συνθέτης του 19ου Louis Spohr καθώς και ο παππούς του Walter Braunfels: η πιο επιτυχημένη όπερα του τελευταίου είναι Οι Όρνιθες του Αριστοφάνη, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Μόναχο τo 1920 με τη διεύθυνση του Bruno Walter (η μουσική του πάντως απαγορεύτηκε στη συνέχεια από το καθεστώς του Χίτλερ). Ο προπάππος του επίσης, ο ποιητής και συγγραφέας Ludwig Braunfels, μετέφρασε μεταξύ άλλων από τα ισπανικά στα γερμανικά τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες.
O Stephan Braunfels γεννήθηκε το 1950 στο Űberlingen, στη λίμνη της Κωστάντζας, και σπούδασε αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο του Μονάχου. Το 1978 άρχισε να εργάζεται στο Μόναχο ως ελεύθερος επαγγελματίας ενώ το 1996 άνοιξε δεύτερο αρχιτεκτονικό γραφείο στο Βερολίνο. Το 2004 έγινε καθηγητής αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο Εφαρμοσμένων Επιστημών του Βερολίνου (TFH Berlin). Ο Braunfels έγινε ευρύτερα γνωστός όταν κέρδισε το 1992 τον διαγωνισμό για την Πινακοθήκη Μοντέρνας Τέχνης του Μονάχου (Pinakothek der Moderne), ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία τέχνης της Γερμανίας, ένα είδος Κέντρου Πομπιντού του Μονάχου για τον ρόλο του και τις διαστάσεις του (12.000 τμ). Η Πινακοθήκη, κοντά στην Alte Pinakothek του Leo von Klenze, που κόστισε «μόνο» 169 εκατομμύρια ευρώ και εγκαινιάστηκε το 2002 , φιλοξενεί 60 χιλιάδες περίπου έργα τέχνης του 20ου και 21ου αιώνα. Τα έργα προέρχονται από τέσσερα άλλα μουσεία που συνενώθηκαν υπό τη στέγη της νέας Πινακοθήκης: την Πινακοθήκη Μοντέρνας Τέχνης, τη Νέα Συλλογή Βιομηχανικού Σχεδιασμού, το Μουσείο Αρχιτεκτονικής και την Κρατική Συλλογή Γραφικών Τεχνών.
Στη συνέχεια ο Braunfels έκτισε δύο ομοσπονδιακά κτίρια για το Βερολίνο-νέα πρωτεύουσα της Γερμανίας: το Paul Löbe Haus (κτίριο γραφείων του Γερμανικού Κοινοβουλίου, 81.000 τμ, 2001) και το Marie Elisabeth Lüders Haus (γραφεία και βιβλιοθήκη του Κοινοβουλίου, 65.000 τμ, 2003), απέναντι από το Ράιχσταγ και από τo κτίριο της Νέας Καγκελαρίας του Βερολίνου, έργο του Axel Schultes. Ειδικά για τα έργα αυτά του Μονάχου και του Βερολίνου ο Braunfels έχει κερδίσει πολλά βραβεία και διεθνείς αναγνωρίσεις. Άλλα έργα του, κυρίως δημόσιου χαρακτήρα, έχουν υλοποιηθεί στην Ουλμ, στο Μπάντεν-Μπάντεν, στο Κάσελ και στη Δρέσδη.
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ζητήματα αστικού σχεδιασμού, ο Braunfels έχει επεξεργαστεί προτάσεις για την πολεοδομική εξέλιξη του Μονάχου, που παρουσιάστηκαν το 1987 στο Γερμανικό Μουσείο Αρχιτεκτονικής της Φρανκφούρτης. Ανάλογη δραστηριότητα ανέπτυξε την περίοδο 1991-93 ως σύμβουλος του δημάρχου της Δρέσδης, όταν επιμελήθηκε τη μελέτη ανοικοδόμησης του κέντρου της ιστορικής αυτής πόλης.
Ο Stephan Braunfels απέσπασε, μεταξύ άλλων, το 2004 το Deutscher Kritikpreis (το βραβείο των γερμανών κριτικών αρχιτεκτονικής) και το 2009 το εθνικό βραβείο ολοκληρωμένης αστικής ανάπτυξης για τη μελέτη του νέου κέντρου της πόλης της Ουλμ (Α.Γ.)

Ομιλητής
  • Braunfels Stephan
Συνεργαζόμενοι Φορείς
  • Goethe-Institut Athen
  • Μουσείο Μπενάκη
Σχεδιασμός και Επιμέλεια
  • Γιακουμακάτος Ανδρέας

Συνεργαζόμενοι Φορείς